Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Η εκδίκηση του Βασίλη !


Δεν είχε καμιά διαφορά από τα άλλα παιδιά, αλλά το παρατσούκλι ο μπάσταρδος τον έκανε να απομακρυνθεί από τα άλλα παιδιά και στο τέλος να αφήσει και το σχο-λείο και να κλειστεί στον εαυτό του.
Δεν ήθελε ούτε έξω να βγει, ούτε στο γήπεδο να πάει, ούτε κανέναν να δει.
Κλείστηκε στον εαυτό του και με επιμονή  ήθελε να ακούει και να ξανακούει  την ιστορία της μάνας του, με την γνωριμία του μπαμπά του, του μακαρίτη, που τον σκότωσε ο παππούς του, έξω από το εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη στον Υμηττό, όταν η μάνα του ήταν έγκυος σ’αυτόν.

    Ώρες, ώρες έπαιρνε το δίκαννο του παππού του στα χέρια και το περιεργαζόταν, και δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς το έκανε ο παππούς του να σκοτώσει τον φίλο της μάνας του, από τον οποίο ήταν έγκυος σ’αυτόν.
  Καταδικάστηκε σε είκοσι δύο χρόνια φυλακή, όσο χρονών ήταν  ο Βασίλης ο πατέ-ρας του, που η μάνα του τον έβαλε το όνομα του,  για να τον θυμάται.
   Όπως του έλεγε η μάνα του, τον πατέρα του δεν τον χώνευαν οι γονείς της, επειδή έμεινε έγκυος, χωρίς να αρραβωνιαστεί και χωρίς στεφάνι.
   Και με το πες, πες της μάνας της, ο πατέρας της πήρε το δίκαννο και ένα πρωί συνάντησε τον πατέρα σου έξω από το εργοστάσιο, όπου δούλευε ο πατέρας σου και τον πυροβόλησε στο κεφάλι και τον άφησε επί τόπου.
   Στο δικαστήριο είπε, ότι το έκανε για λόγους τιμής και ήθελαν να κάνω έκτρωση.
   Δεν δέχτηκα και τότε με έδιωξαν από το σπίτι τους.
   Τότε πήγα σε έναν φίλο του Βασίλη, τον Αλέκο τον Παπά, ο οποίος με βοήθησε, να κρατήσω το παιδί, εσένα και να σε βαφτίσω Βασίλη, το όνομα εκείνου που τον σκότωσε ο παππούς σου.
   Έτσι το ήθελε ο νονός σου ο Αλέκος ο Παπάς.
   Αυτήν την ιστορία την είχε ακούσει δέκα φορές ο Βασίλης, αλλά ποτέ δεν βρήκε, ούτε ένα ελαφρυντικό για την αποτρόπαια πράξη του παππού του.
   Όταν πέθανε η μάνα της, τότε η μάνα του γύρισε στο πατρικό σπίτι, επειδή θα έμε-νε άδειο και εδώ βρήκε ο Βασίλης το ίδιο το δίκαννο, με το οποίο ο παππούς του σκό-τωσε τον πατέρα του.
   Τον θυμόταν τον παππού του, όταν πήγαν με την μάνα του να τον επισκεφτούν στις φυλακές.
   Όταν όμως έγινε οχτώ χρονών και άκουσε όλη την ιστορία της μάνας του, δεν θέλη-σε να ξαναπάει να δει τον παππού του και κάθε φορά που έπαιρνε στα χέρια του  το δίκαννο ένα μίσος ανέβαινε μέσα του μέχρι το κεφάλι και ένοιωθε ζαλάδες.
  Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν ήθελε να πάει σχολείο και όταν τον αποκαλούσαν μπάσταρδο, του ερχόταν να πάρει το δίκαννο και να  σκοτώσει στη σειρά όλους τους συμμαθητές του.
   Ούτε στις προπονήσεις της ομάδας πήγαινε, ούτε και παρουσιαζόταν για τους αγώνες, επειδή τον εξαγρίευε η λέξη ο μπάσταρδος, που το είχαν μάθει και  στον σύλλογο γι’ αυτό και τους σιχάθηκε και αυτούς.
   Όλη τη μέρα έμενε κλεισμένος στο σπίτι και με τη μάνα του είχε λίγες κουβέντες.
   Τελευταία απαγόρεψε να αναφέρει και το όνομα του παππού του και να μην του λέ-ει πότε πήγε επισκεπτήριο και πότε τον είδε, δεν ήθελε να ακούει τίποτα για αυτόν.
   Το μίσος του κάθε μέρα και μεγάλωνε, όσο σκεφτόταν τον πεθαμένο πατέρα του, πως θα ήταν άμα ζούσε και πως ήταν και γιατί σκοτώθηκε τόσο άδικα.
   Ήταν μερικά πράγματα, που δεν τα χωρούσε το μυαλό του και αποφάσισε να αυτο-
κτονήσει.
   Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η μάνα του, που θα της έδωνε και άλλο πόνο, κοντά στα τόσα άλλα που τράβηξε.
   Όταν έλειπε στη δουλειά η μάνα του κοίταξε το δίκαννο και είδε, ότι είχε δύο σφαί-ρες.
   Δεν τον ένοιαζε τι σφαίρες ήταν φτάνει να σκότωναν άνθρωπο.
   Άλλωστε με μια τέτοια σφαίρα ο παππούς του σκότωσε τον πατέρα του, ένα πρωί στον Υμηττό.
   Από την συμπεριφορά του η μάνα του υποψιάστηκε, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε στο παιδί της.
   Του μίλησε να πάνε σε κάναν ψυχίατρο, να βρούνε κάτι για την περίπτωσή του.
   Δεν δέχτηκε τίποτα από ότι του πρότεινε η μάνα του
   Απλώς με σκυμμένο το κεφάλι την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μά-γουλο.
   Μη στενοχωριέσαι για μένα, είναι μια κατάσταση, που δεν μπορώ να σου την περιγράψω, ελπίζω να μου περάσει χωρίς να σε στενοχωρέσω, αν όχι η μοίρα σου θα είναι να τραβήξεις και άλλα βάσανα.  Τι εννοείς; τον ρώτησε η μάνα του.
            -  Τίποτα, θα το μάθεις με τον καιρό.
    Την άλλη μέρα αποφάσισε να μη πάει στη δουλειά και να μείνει σπίτι να κάνει παρέα του γιού της.
    Μέσα στον ύπνο της άκουσε κουβέντες στην κουζίνα και έδωσε προσοχή.
   Ήταν ο πατέρας της, που είχε αποφυλακιστεί νωρίτερα λόγω καλής διαγωγής και μίλαγε με τον εγγονό του.
    Ο Βασίλης με σκυμμένο το κεφάλι άκουγε τον παππού του, που έλεγε, ότι τον αποφυλάκισαν εφτά χρόνια νωρίτερα, λόγω καλής διαγωγής και το μίσος του φούντωνε για την κακή διαγωγή του παππού του να σκοτώσει τον πατέρα του.
   Ο παππούς γύρισε ζωντανός από την φυλακή, ο πατέρας του πότε θα γύριζε από τον
τάφο;
   Σαν ελατήριο σηκώθηκε πήρε το δίκαννο και χωρίς δεύτερη σκέψη σημάδεψε τον παππού και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.
   Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε η μάνα του από την κρεβατοκάμαρα και τον ρώτησε γιατί το έκανες παιδί μου;
   Αυτόν να ρωτήσεις είπε, και παίρνοντας το δίκαννο πήγε να παραδοθεί στην αστυνομία.
   Έκανα το λιγότερο κακό για σένα της είπε και εξαφανίστηκε.

Bασίλης Τζιτζής 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου