Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Απ΄την Προύσα στην Ελλάδα...με πόνο και αγάπη ! (αληθινή ιστορία)


Η μέρα προμηνούσε θύελλα, από νωρίς το πρωί, ένας ουρανός ανταριασμένος, σκορπούσε θλίψη στην καρδιά του παιδιού, που για τρείς μέρες τώρα έτρεχε ξυπόλητο στον χαλικοστρωμένο δρόμο, ανάμεσα σε βοϊδόκαρρα και γαϊδούρια παραφορτωμένα με λογιών, λογιών φορτία, με κιλίμια, μποχτσάδες και ανάμεσά τους ένα ή δύο μωρά, άλλα να κλαίνε και άλλα να ρουφάνε τις μύξες και τα δάκρυα τους για την ταλαιπωρία που τραβούσαν.

     Από πίσω ο μπαμπάς και η μαμά φορτωμένοι τα υπόλοιπα του νοικοκυριού που διέλυσαν και με την ψυχή στο στόμα έτρεχαν να προλάβουν ένα καράβι στην Σμύρνη να τους βγάλει στην Ελλάδα.
     Ο δρόμος ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτος, από λογιών , λογιών μεταφορικά μέσα, από γελάδες, άλογα και γαϊδούρια, και δεξιά και αριστερά μπουλούκια, μπουλούκια.
Φορτωμένος ο καθένας με ότι μπορούσε να κουβαλήσει από το νοικοκυριό του που ήταν αδύνατο να τρέξεις πιό γρήγορα ή πιο σιγά, διότι το ρεύμα των προσφύγων κανόνιζε την αργή πορεία προς την σωτηρία.
     Προς την σωτηρία είναι ένας λόγος, αλλά από την Προύσα μέχρι εδώ ήταν ένας
Γολγοθάς μαρτυρίου και δεν έλεγε να τελειώσει.
     Ο μπαμπάς είχε όλη την ώρα στο σβέρκο του, το δύο χρονών αγοράκι του και κάθε τόσο ερευνούσε το φορτίο στο άλογό του, που ανάμεσα στα μπαγάζια ήταν ένα
οχτάχρονο αγοράκι, που συνέχεια κοιμόταν με το λίκνισμα του αλόγου.
     Για μια στιγμή έγινε μια φασαρία, μια οχλαγωγία, με φωνές και ουρλιαχτά, ήρθανε κάτι αντάρτες, οι τσέτες, άγριοι με μάτια που πετούσαν φωτιές, διψασμένοι για αίμα και κακό.
     Διάλεγαν ανάμεσα στον κόσμο καλοντυμένους άνδρες και τους λήστευαν και με την παραμικρή αντίσταση τον έδερναν και τον βασάνιζαν για να του πάρουν ότι πολύτιμο είχε, φυσικά και τα χρήματά του.
     Λέγανε στο δρόμο, ότι έπαιρναν και όμορφες γυναίκες, που τις βίαζαν ή τις έπαιρναν για γυναίκες τους.
     Με το παραμικρό σκότωναν, όποιος τους έφερνε αντίρρηση και ούρλιαζαν σαν λύκοι και συνέχεια πυροβολούσαν στον αέρα.
     Πράγματι πέσανε πολλές ντουφεκιές και το καραβάνι σταμάτησε, λαχανιασμένο και αμέσως φάνηκαν μερικοί έφιπποι αντάρτες που προηγούνταν του κανονικού τούρκικου στρατού και έκαναν την βρώμικη δουλειά της διαρπαγής και της λεηλασίας των περιουσιών των προσφύγων και κάποτε σκότωναν χωρίς λόγο στην παραμι-κρή διαμαρτυρία.
     Ο Γιώργος για πρώτη φορά στη ζωή του είδε να σκοτώνουν άνθρωπο και ταράχτηκε τόσο πολύ που θέλησε να τρέξει να κρυφτεί, αλλά ήταν αδύνατο να κρυφτείς, επειδή δεν υπήρχε ούτε μια πετρούλα, ούτε ένας βράχος να σε προστατέψει.
     Εκεί γύρω του οι αντάρτες σκότωσαν τρείς που ήταν ντυμένοι με στρατιωτικά και άρπαζαν από τα αφτιά και σκουλαρίκια των γυναικών και τις καδένες από τα ρολόγια μαζί και τα ρολόγια και ότι χρήματα είχαν επάνω τους.
     Μέσα στην αναμπουμπούλα, ο Γιώργος ξεμάκραινε λίγο από τους δικούς του, επειδή φοβήθηκε από τους πυροβολισμούς και γύρισε πίσω να ψάξει για τους δικούς του.
    Πήγε μέχρι δύο χιλιόμετρα πίσω, αλλά δεν κατάφερε να τους εντοπίσει, αναγκάστηκε μετά να τρέξει όσο μπορούσε μπροστά πιστεύοντας, ότι οι δικοί του θα προχώρησαν μετά το μακελειό.
     Οποία απογοήτευση, ούτε μπροστά ήταν, ούτε πίσω.
     Το μυαλό του  σταμάτησε, απογοητευμένος κάθισε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί λίγο και να σκεφτεί, αλλά το κύμα των ανθρώπων που έτρεχαν αλαφιασμένοι να προ-λάβουν τον παρέσυρε και θέλοντας να μην ποδοπατηθεί μπερδεύτηκε με τους άλλους και συνέχισε να τρέχει, όπως έτρεχαν όλοι προς την Σμύρνη, προς την σωτηρία, με την ελπίδα, ότι στην Σμύρνη θα συναντούσε την οικογένειά του.
     Την τέταρτη μέρα μόλις ανέβηκαν σε ένα ύψωμα φάνηκε η θάλασσα. και αντίκρυ μέσα στους καπνούς ξεχώρισε η Σμύρνη, που δεν διέκρινες τίποτα, ούτε σπίτια, ούτε δέντρα, όλα ήταν πλακωμένα από την πρωινή  καταχνιά, αλλά και από τους καπνούς που ακόμα ανέβαιναν στον ουρανό από την πυρπολημένη πόλη.
    Όσο πλησίαζαν προς την προκυμαία, τόσο έντονη γινόταν μια μυρωδιά από καπνιά
και μπόχα.
      Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και η αναπνοή δύσκολη.
     Όταν το μπουλούκι εκείνο από την Προύσα έφτασε με χίλια ζόρια στην Προκυμαία, το θέαμα που αντίκρισαν δεν περιγράφεται με λόγια.
     Μέσα στη θάλασσα εκατοντάδες πτώματα επέπλεαν, άλλα φουσκωμένα, άλλα με
ανοιγμένες τις κοιλιές, με γουρλωμένα μάτια κουνιόταν μακάβρια στο ρυθμό του κύματος και το νερό να είναι κατακόκκινο σαν κρασί  από το αίμα των σκοτωμένων, που είχε προηγηθεί.
    Όλη η παραλία ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτη, που ούτε τα κορδόνια σου δεν θα μπορούσες να σκύψεις να τα δέσεις.
    Και αλίμονο σε εκείνον που θα έπεφτε, δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να μην τσαλαπατηθεί από τα χιλιάδες πόδια που θα πέρναγαν από πάνω του, με χιλιάδες είδη
παπουτσιών, από τσαρούχια μέχρι σκαρπίνια, που ήταν η αδυναμία των τσετέδων,
που πίστευαν, όποιος φόραγε σκαρπίνια ήταν και πλούσιος και τον λήστευαν και με την παραμικρή αντίσταση τον σκότωναν.
     ‘Όλα τα πτώματα στη θάλασσα ήταν ανδρικά με κουστούμια και πολύ λίγα με σαλβάρια, που σημαίνει, σχεδόν όλοι οι πλούσιοι έπεσαν θύματα της απληστίας των τσετέδων.
      Ο Γιώργος δεν μπορούσε να αντέξει την ατμόσφαιρα και δυσκολεύονταν και στην
αναπνοή, αλλά η ελπίδα του να εντοπίσει την οικογένειά του, τον έκανε να σπρώχνει από δω και από κεί και πολλές φορές να τσακώνεται, με ανθρώπους που ήταν ξαπλωμένοι και τους ποδοπατούσε.
     Όλη τη μέρα δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του και μόνο κατά το βραδάκι συνει-δητοποίησε, ότι πείναγε και πλησίασε μια οικογένεια, σχεδόν έξω από τον συνωστι-σμό που είχαν καθίσει ένα γύρω ανακούρκουδα και έτρωγαν από ένα ταψί κάτι σαν πίτα ή λοπλόπ, δηλαδή την μαμαλίγκα.
     Πλησίασε και ζήτησε ένα κομμάτι.
     Του το προσέφεραν με ευχαρίστηση.
     Τους ρώτησε μήπως είδαν την οικογένειά του, τους Τσολακιδαίους από την Προύσα.
     Του είπαν, ότι αυτοί ήταν από το Σούσουρλουκ και δεν ήξεραν τέτοια οικογένεια.
     Απογοητευμένος έφυγε, αλλά έβαλε σημάδι, ότι θα τους χρειαζόταν αυτούς για το
βράδυ που ερχόταν με ψιλή βροχή και θα χρειαζόταν πάλι λίγο ψωμί και κάνα ρούχο.
      Μέχρι πολύ αργά το βράδυ έψαχνε για την οικογένειά του και από το μυαλό του πέρναγε, μήπως εντόπισαν τον μπαμπά του με τις λίρες και τον κακοποίησαν οι τσέτες.

      Για να παρηγορηθεί έκανε πάλι μια βόλτα μέσα στο πλήθος, μέχρι τα Βουρλά, αλλά δυστυχώς η οικογένειά του είχε χαθεί για τον Γιώργη για πάντα.
      Από εκείνο το σημείο ξεκινούσε μια άλλη πονεμένη ιστορία, μια εξαμελείς οικογένεια λίγο πιο έξω από την Σμύρνη, από ένα κοντινό προάστειο, λίγο πιο έξω από τα Βουρλά, ξεκινούσε, αφού διαπίστωσε, ότι δεν υπήρχε άλλη ελπίδα, από το να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και όλο τους το βιός και να φύγουν για να σώσουν την ζωή τους.
      Ξεκίνησαν το πρωί της τέταρτης μέρας που καιγόταν η Σμύρνη και ο μπαμπάς πήρε το αγοράκι του στον ώμο και η μαμά την μικρότερη κόρη τριών χρονών και α-φού φίλησαν τις εικόνες και προσευχήθηκαν γονατιστοί μπροστά στα εικονίσματα
να φτάσουν με το καλό στην Πατρίδα, βγήκε κλαμένος ο μπαμπάς από τον στάβλο
που αποχαιρέτησε τις γελάδες και τα μοσχαράκια και δεν κλείδωσε την πόρτα, πιστεύοντας ,ότι ο καινούριος νοικοκύρης θα τα αγαπήσει και θα τα φροντίσει όπως ο ίδιος και με δάκρυα στα μάτια φίλησε όλα του τα ζώα στο κούτελο.
     Μπροστά πήγαιναν τα δυο κορίτσια πιασμένα χέρι, χέρι, η μεγάλη η Ευστρατία με την Βασιλική, τους μικρούς τους μπόγους κάτω από την μασχάλη τους η κάθε μία και από πίσω ακολουθούσε ο μπαμπάς με το αγοράκι στον σβέρκο του και η μαμά με το μικρότερο κοριτσάκι στην αγκαλιά της και μια μικρή βαλίτσα με το εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου και ένα παιχνιδάκι της μικρής και τα ρουχαλάκια της.
      Μόλις μπήκανε στο πλήθος, λίγο στην αρχή, αλλά πολύ δύσκολο να προχωρήσεις κοντά στην προκυμαία, τα δυο κορίτσια η Ευστρατία και η Βασιλική χώρισαν και τα κύματα των ανθρώπων από δω και από κεί τις ανάγκασαν να απομακρυνθούν η μία από την άλλη και δεν ξανά αντάμωσαν, παρά μετά από είκοσι οχτώ χρόνια.
      Ο μπαμπάς και η μαμά και τα άλλα παιδιά ποτέ δεν έφτασαν στην Ελλάδα, έμειναν στην Τουρκία, θύματα της μεγάλης καταστροφής και της σφαγής από τους τσέτες.
     Η Ευστρατία πανικοβλήθηκε, όταν έχασε την Βασιλική και άρχισε να την φωνάζει με όση δύναμη είχε, αλλά η οχλαγωγία   ήταν πιο δυνατή και έπνιγε την φωνή της.
     Προσπάθησε να προχωρήσει, ήταν αδύνατο να κάνει και ένα βήμα, όπου ήθελε το κύμα την πήγαινε, πότε εδώ πότε εκεί και αλίμονο σε κάποιον που θα έπεφτε, σωτηρίαδεν είχε από το ποδοπάτημα.
     Οι αξιωματικοί του τούρκικου στρατού πάνω σε άλογα που επέβλεπαν πλέον την τάξη, ήταν πλέον αδύνατον να επιβάλλουν την τάξη, διότι ακόμη υπήρχαν αντάρτες που λήστευαν και σκότωναν τους ανθρώπους, όποιον νόμιζαν, ότι είναι πλούσιος ή στρατιώτης.
     Δύο τρία πλοία που ήταν αραγμένα στην προβλήτα δεν δέχονταν κανέναν και όσοι
προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν τους χτύπαγαν στα χέρια και τους πέταγαν στην θάλασσα.
     Εκείνη τη μέρα πτώμα στην κούραση η Ευστρατία από το να σπρώχνει τον κόσμο για να περάσει και να φωνάζει συνέχεια την Βασιλική, βρέθηκε κοντά σε μια γυναίκα που θήλαζε το παιδί της και την παρακάλεσε αν μπορεί να καθίσει κοντά της, είχε αποκάμει από την αγωνία της να βρει την αδερφή της.
     Η γυναίκα της έκανε νόημα να καθίσει εκεί δίπλα της και συνέχισε να θηλάζει το παιδί της.
     Μετά που τελείωσε τον θηλασμό, την ρώτησε αν είχε οικογένεια.
     Της είπε η Ευστρατία, ότι είχε οικογένεια, αλλά την έχασε στον συνωστισμό, όπως και την μικρή αδερφή της και γι’ αυτό φώναζε συνέχεια το όνομά της ΒΑΣΙΛΙΚΗ.
    Η νύχτα ήταν βαριά, όχι μόνο που ο ουρανός ήταν κατάμαυρος, αλλά οι σπαραχτικές φωνές των ανθρώπων να ψάχνουν για τους δικούς τους, χώρια οι λαβωμένοι από τους αντάρτες που χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές και τα ουρλιαχτά τους, ανάγκασαν την Ευστρατία να ζητήσει από την γυναίκα να την αφήσει να ξενυχτίσει εκεί κοντά της.
      Δεν έφερε καμία αντίρρηση και έκανε χώρο δίπλα της να ξαπλώσει η Ευστρατία.
      Θα κόντευε να ξημερώσει, όπως είχαν αραιώσει λίγο τα σύννεφα και το σκοτάδι δειλά, δειλά αραίωνε ακούστηκε η σειρήνα κάποιου πλοίου και όλος εκείνος ο όχλος μονομιάς αναστατώθηκε και άρχισε πάλι ένας βουβός αναβρασμός από όλους τους ανθρώπους, άλλος να φωνάζει με τα ονόματά τους δικούς του και όλοι μαζί να αγωνίζονται ποιος θα ανεβεί πρώτος στο καράβι, που έλεγαν, ότι θα πάρει τους πρόσφυγες.
     Η μάζα των ανθρώπων ήταν τόσο πυκνή, που πολλοί λιποθυμούσαν από την ασφυξία και στην ουσία δεν μπορούσες να προχωρήσεις, όπου ήθελες σε πήγαινε το κύμα όπου πήγαινε.
     Η Ευστρατία κοιμήθηκε λίγο, αλλά με την φασαρία πετάχτηκε επάνω συμμάζεψε την φούστα της και όρμησε μέσα στο πλήθος.
     Σχεδόν δεν πατούσε στη Γή, η πίεση ήταν τόσο μεγάλη, που την πήγαιναν σηκωτή οι γύρω της δύο άντρες και μια παχουλή γυναίκα από πίσω.
     Ούτε που κατάλαβε, πότε βρέθηκε στο κατάστρωμα του πλοίου και πάντα νόμιζε, ότι και η Βασιλική θα ήταν στο πλοίο.
     Κατέληξε, χωρίς να το θέλει στο τελευταίο κατάστρωμα, ακριβώς κάτω από το σκέπαστρο, το μέρος εκείνο του πλοίου που προφυλάγει τους ναυτικούς και τους επιβάτες από την βροχή.
    Βρέθηκε σε μια γωνιά πίσω από την πόρτα και ίσα, ίσα που πρόλαβε να καθίσει και αυτός ήταν όλος ο χώρος της μέχρι τον Πειραιά.
    Σε λίγο όμως όταν ξεκίνησε το πλοίο η μπόχα από τους εμετούς και την καπνιά τους έπνιγαν όλους και δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα χάους και κόλασης.
    Προσπάθησε να σηκωθεί από την θέση της, αλλά κατάλαβε, αν έφευγε δεν θα εύρισκε την θέση της και αναγκάστηκε να ανεχτεί όλη τη βρωμιά του υπόστεγου.
    Το απόγευμα μοίρασαν λίγη τροφή στους επιβάτες, πράγμα που την ευχαρίστησε διότι πείναγε πολύ και θέλησε να βγει λίγο έξω να πάρει αέρα.
    Παρακάλεσε τον διπλανό της να κρατήσει την θέση της, για να ψάξει για την αδερφή της.
     Το ξέσκεπο μέρος του πλοίου ήταν πιο άνετο, δεν ήταν ο ένας πάνω στον άλλον, και όλοι σχεδόν ήταν ξαπλωμένοι με άνεση, αλλά είχε ένα κακό, ότι τα κύματα που χτυπούσαν το πλοίο ράντιζαν το κατάστρωμα με θαλασσινό νερό, σαν να έβρεχε.
     Έριξε μια ερευνητική ματιά και είδε, ότι όλοι στο κατάστρωμα ήταν άνδρες και απογοητεύτηκε, μετά σκέφτηκε να κατεβεί στο κάτω πάτωμα, αλλά λόγω που το πλοίο ήταν τόσο γεμάτο, απελπίστηκε και άφησε τον εαυτό της να ονειρευτεί, ότι θα την βρει την Βασιλική στον Πειραιά.
     Όπως προχωρούσε και ανέπνεε καθαρό αέρα με λίγη αρμύρα και όπως πηδούσε ανάμεσα από τα πόδια των αντρών που ήταν ξαπλωμένοι, μπερδεύτηκε στα πόδια κάποιου κυρίου και έπεσε πάνω του.
     Το παλικάρι ήταν ο Γιώργος, που ξαφνιάστηκε από το θείο δώρο που έπεσε στην αγκαλιά του.
     Του ζήτησε συγγνώμη για την απροσεξία της και όπως γέλασε εκείνος γέλασε και αυτή λίγο από ντροπή και λίγο από απροσεξία.
      Όπως θρονιάστηκε δίπλα στον Γιώργη, εκείνος τη ρώτησε πως την λένε και εκεί-νη απάντησε Ευστρατία.
      Με την οικογένεια σου είσαι; την ρώτησε ο Γιώργης, όχι απάντησε η Ευστρατία,
την έχασα κοντά στα Βουρλά, αλλά πιο πολύ ψάχνω για την αδερφή μου την Βασιλική, που νόμιζα ότι ανέβηκε στο πλοίο, γι’ αυτό και εγώ ανέβηκα πλοίο, νομίζοντας, ότι θα είναι εδώ.
     Δεν μπορείς να την ψάξεις της είπε ο Γιώργης, άμα θα φτάσουμε στον Πειραιά,
Εκεί θα ρωτήσουμε και θα μας πούνε αν ήταν στο πλοίο.
     Με τα λόγια ζεστάθηκε η ψυχή της Ευστρατίας και πήρε θάρρος να ρωτήσει πώς λέγετε το παλικάρι.
     Γιώργο, της είπε το παλικάρι και στη συνέχεια της είπε όλη την ιστορία του και αυτός, πώς ξεκίνησαν από την Προύσα και έχασε την οικογένειά του και πως βρέθηκε χωρίς να το θέλει πάνω στο πλοίο.
     Πήρε θάρρος η Ευστρατία, διότι έβλεπε στα μάτια του Γιώργη μια τίμια καρδιά και ρώτησε τον Γιώργη, αν μπορεί να μείνει κοντά του, επειδή το υπόστεγο, ήταν πολύ βρώμικο.
    Με προθυμία έκανε χώρο δίπλα του και την κάθισε κοντά του.
     Μέχρι να φτάσουν στον Πειραιά τα δυο παιδιά μοιράστηκαν το φαγητό τους και την μοίρα τους.
     Όλη την ώρα λέγανε για τις οικογένειές τους και για την ζωή που έκαναν στην Πατρίδα που άφησαν και πήγαιναν να γνωρίσουν μια άλλη Πατρίδα άγνωστη, γνωστη μόνο από τα παραμύθια της γιαγιάς και τα τραγούδια της.
     Η καρδιά της Ευστρατίας ζεστάθηκε κοντά στον Γιώργη και μια εμπιστοσύνη φώλιασε μέσα της, σαν να βρήκε έναν χαμένο αδερφό.
     Δεν φέρθηκε μόνο σαν αδερφός ο Γιώργης και σαν πατέρας και σαν φίλος,αλλά ένας φιλόστοργος άνδρας.
     Από την πρώτη στιγμή η Ευστρατία ένιωσε ένα σκίρτημα στα σωθικά της και μια εμπιστοσύνη στον Γιώργο, που κράτησε για μια ολόκληρη ζωή.
      Όταν έφτασε το πλοίο στον Πειραιά, βγήκαν από τους τελευταίους, διότι πρώτα βγήκαν εκείνοι στα πρώτα πατώματα και τελευταίοι όσοι ήταν στο κατάστρωμα.
     Εκεί δήλωσαν στις αρχές, ότι ήταν παιδιά που έχασαν τους γονείς τους και ότι ήθελαν να μείνουν μαζί τα παιδιά.
    Μετά από πέντε μέρες τους έβαλαν στο τρένο και τους έστειλαν στην Θεσσαλονίκη.
    Σε όλη τη διαδρομή στιγμή δεν άφησε ο Γιώργος την Ευστρατία από κοντά του και μάλιστα σε μια στιγμή που νύσταξε η Ευστρατία έγειρε και κοιμήθηκε στην αγκαλιά του και την σκέπασε με την άκρη του πουκαμίσου του.
     Για μια στιγμή, με το λίκνισμα του τρένου και μέσα στον ύπνο της η Ευστρατία αγκάλιασε τον Γιώργο και όταν συνειδητοποίησε το τράβηξε πίσω με ντροπή, αλλά ο Γιώργος της έσφιξε το χέρι με τρυφεράδα και το φίλησε.
     Αμέσως πετάχτηκε επάνω η Ευστρατία και του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο, κατακόκκινη από ντροπή.
     Τότε της είπε ο Γιώργος, ότι στην Θεσσαλονίκη θα πούμε στις αρχές ότι είμαστε αρραβωνιασμένοι και θέλουμε να παντρευτούμε, είτε βρούμε τους γονείς μας είτε όχι.
     Σε όλα συμφώνησε η Ευστρατία και χώθηκε πιο πολύ στην αγκαλιά του.
     Όταν έφτασαν στην Θεσσαλονίκη δήλωσαν στις αρχές, ότι είναι αρραβωνιασμένοι και σκέφτονται να παντρευτούν.
     Είπαν, ότι τάχα οι γονείς τους, τους αρραβώνιασαν, ήταν τα πρώτα ψέματα του Γιώργου και τα επιβεβαίωσε και η ίδια η Ευστρατία, κοκκινίζοντας από ντροπή και ενοχή.
     Εκεί τους εξήγησαν, ότι προορίζονταν για το Κιλκίς, όπου θα τους όριζαν, σε ποιό
χωριό θα τους έστελναν, εκτός αν ήθελαν να σπουδάσουν θα έμεναν στην Θεσσαλονίκη και θα έμεναν σε ορφανοτροφείο μέχρι να τελειώσουν.
     Και οι δύο με ένα στόμα είπαν θέλουν να πάνε στο χωριό και έτσι βρέθηκαν με ένα καραβάνι από βοϊδόκαρα να πάνε στο Κιλκίς.
     Τους πήρε περίπου μία ολόκληρη μέρα μέχρι το Κιλκίς και όταν έφτασαν έπεσαν ψόφιοι από κούραση και κοιμήθηκαν αγκαλιά.
      Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε η επιτροπή στο σχολείο που διανυκτέρευσαν και έλεγε στον καθένα που θα πάει και τι δικαιούται.
     Τα παιδιά είπαν ότι θέλουν να στεφανωθούν και η επιτροπή τους εξήγησε, ότι στο χωριό υπάρχει εκκλησία και τις Κυριακές θα έρθει ο παπάς και θα λειτουργήσει και να του πούνε να τους στεφανώσει.
     Πράγματι το χωριό που προορίζονταν τα παιδιά λεγόταν Αγία Κυριακή στον Νομό Κιλκίς.
     Τους παραχώρησαν σαράντα στρέμματα χέρσας Γης, γεμάτη γαϊδουράγκαθα και στρωμένη πέτρα έτοιμη να χτίσεις σπίτι.
     Και το σπιτάκι που τους έδωσαν ήταν ένας πέτρινος στάβλος, χωρίς πόρτες  και παράθυρα.
     Δύο βράδια κοιμήθηκαν τα παιδιά σε εκείνον τον στάβλο και την Κυριακή πήγαν στην εκκλησία και είπαν μεταξύ τους ,ότι θέλουν πρώτα να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν.
     Πράγματι την αμαρτία τους την εξομολογήθηκαν και είπαν στον παπά, ότι είπαν ψέματα στις αρχές, ότι είναι αρραβωνιασμένοι, αλλά πραγματικά αγαπιόνται και θέλουν να παντρευτούν,
     Και οι δύο έχασαν τις οικογένειές τους, αλλά στον Πειραιά τους είπαν, ότι κράτησαν τα στοιχεία τους και όποιος τους ζητήσει θα τον στείλουν να τους βρει.
     Ο παπάς είπε, ότι θα ρωτήσει τον Δεσπότη για την περίπτωσή τους, επειδή ήταν και οι δύο ανήλικοι και τους είπε, ότι από τώρα δεν θα κοιμόσαστε μαζί μέχρι να στεφανωθείτε.
     Έτσι και έγινε η Ευστρατία για τρείς βδομάδες έμενε τα βράδια στου Χαράλαμπου
Μέχρι την Κυριακή που τους στεφάνωσε ο παπάς, αφού πήρε την έγκριση από τον Δεσπότη, ότι ναι μεν ήταν ανήλικα τα παιδιά, αλλά ήταν χωρίς οικογένεια και έτσι έγινε ο γάμος με κουμπάρο τον Χαράλαμπο.
     Εκείνη η Κυριακή ήταν ορόσημο και για τα δυο παιδιά που γνώριζαν τον έρωτα και τον ζούσαν, ανέμελοι χωρίς τίποτα στη ζωή, αλλά μια ζωή ευτυχισμένη από αγάπη ο ένας για τον άλλον και πορεύτηκαν μαζί μέχρι τέλος, χέρι, χέρι με κατανόηση και σεβασμό.
    Τα σαράντα στρέμματα το τσαϊρι που πήραν κλήρο τα παιδιά, τα καθάρισαν από τις πέτρες και με ένα μοσχάρι στην δεξιά μεριά και ο ίδιος ο Γιώργος στην αριστερή μεριά και στο αλέτρι η Ευστρατία καλλιέργησαν εκείνα τα στρέμματα και έβγαλαν σοδειά για τα ζώα τους και σε δύο χρόνια αγόρασαν τον κλήρο, από κάποιον που έφυγε για την Θεσσαλονίκη, επειδή δεν μπορούσε να ζήσει στο χωριό σαν αγρότης.
    Σε άλλα τρία χρόνια αγόρασε άλλα ογδόντα στρέμματα και ο Γιώργος με την Ευστρατία πρόκοψαν και άφησαν περιουσία μεγάλη ,τίμια και το κυριότερο κερδισμένη με τον ιδρώτα τους, στα παιδιά και στα εγγόνια τους, που μερικά την κατέχουν μέχρι και σήμερα.
    Απόκτησαν πέντε παιδιά, όμως επέζησαν τα τέσσερα. Έζησαν ευτυχισμένες μέρες οι
δυό τους, αλλά μέσα τους είχε μείνει ο πόνος, που δεν κατάφεραν ούτε ο Γιώργος, ούτε η Ευστρατία να εντοπίσουν τις οικογένειές τους.
     Μετά από είκοσι οχτώ χρόνια η Ευστρατία εντόπισε την Βασιλική στο Μπέλες
και οι δυο αδερφές ξαναέσμιξαν πάλι για να κλάψουν μαζί εκείνους που έμειναν πίσω στην χαμένη Πατρίδα.
    Αυτήν την ιστορία την χρωστώ στην ξαδέρφη μου την Βάσω Τζιτζή, που είναι η
εγγονή του Γιώργου και της Ευστρατίας και που ακόμη έχει ένα κομμάτι από εκείνα τα τιμημένα χωράφια του παππού της, εκεί στην Αγία Κυριακή του Κιλκίς.

                                                       Βσσίλης Τζιτζής
                                               Σκάλα Καλλιράχης,Θάσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου