Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Οι συνέταιροι


Η Φύση είναι η πιο ακριβής ζυγαριά του Κόσμου, τίποτα δεν αφήνει να πάει  χαμένο, κι’ αν ο άνθρωπος βελτιώνεται, το χρωστάει στη Φύση, όχι στα ελαττώματά της, αλλά στην ακρίβεια της.
     Είχαμε έξω από το χωριό ένα αμπέλι και όταν κόντευαν να ωριμάσουν τα σταφύλια, έπρεπε κάποιος να το φυλάει και αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ, σαν ο μικρότερος στην οικογένεια.
    Είχαμε μια πελώρια βερικοκιά στη μέση του αμπελιού και επειδή φοβόμουν  τα φίδια και τους σκαντζόχοιρους, έκανα μια πρόχειρη καλύβα πάνω στην βερικοκιά και εκεί πάνω πέρναγα τον περισσότερο καιρό μου διαβάζοντας και λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά περισσότερο ξαπλωμένος ροχάλιζα.

     Σχεδόν όλο το καλοκαίρι δεν φαινόταν κλέφτης, εκτός από τους φίλους μου, που έρχονταν τάχα να με δούνε και ξάφριζαν το αμπέλι.
     Στα χρόνια εκείνα τα ξένοιαστα έζησα και μερικές εμπειρίες της ζωής μου, που δεν πρόκειται να ξεχάσω, όσο θα ζω.
     Βέβαια οι άνθρωποι έχουν ανεπτυγμένο πολύ πιο έντονο το αίσθημα του συνεται-ρίζεσθαι, για αυτοπροστασία, αλλά και τα ζώα δεν πάνε πίσω, στην ανάγκη μπορούν να συνεταιρισθούν τα πιο αταίριαστα μεταξύ τους.
    Έτσι ένα πρωινό άκουσα έναν θόρυβο ακριβώς κάτω από την βερικοκιά και κατέβηκα να δω τι συμβαίνει.
    Ήταν ένας  σκαντζόχοιρος αρκετά μεγάλος, που σηκωνόταν στα πισινά του πόδια κα κρατώντας το τσαμπί με τα μπροστινά του χέρια το τράβαγε και οι ρόγες έπεφταν κάτω και μετά κυλιόμενος πάνω στις ρόγες φορτωνόταν τις ρόγες και πήγαινε σπίτι του, που ήταν στην άκρη ακριβώς του αμπελιού.
     Δεν φοβήθηκε καθόλου από την παρουσία μου και ατάραχος τράβηξε κατά τη φωλιά του.
     Η μεγάλη μου έκπληξη ήταν όταν αντίκρισα ένα μεγάλο φίδι κουλουριασμένο γύρω από κάτι ξερόχορτα και με προσοχή παρατήρησα, ότι ήταν σκαντζοχοιράκια με λίγα αγκάθια στην ράχη τους.
    Τρόμαξα στη θέα του φιλιού και έκανα πίσω, να μη μου ορμήσει το φίδι και από μακριά παρακολουθούσα, πώς θα κατάπινε το φίδι τα σκαντζοχοιράκια.
    Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και η αγωνία μου κορυφώθηκε, όταν φάνηκε ο σκαντζόχοιρος φορτωμένος ρόγες.
    Και ενώ περίμενα ο σκαντζόχοιρος να χιμήξει στο φίδι και μετά να μπει στο κα-βούκι και να πληγωθεί από τα αγκάθια του
το φίδι, δεν έγινε τέτοιο πράγμα, απεναντίας ο σκαντζόχοιρος ξάπλωσε πάνω στα ξερά χόρτα, που πετάχτηκαν τα σκαντζοχοιράκια και άρχισαν να τρώνε τις ρόγες από την πλάτη του μπαμπά τους ή της μαμάς τους δεν ξέρω.
  Το πιο παράξενο ήταν ότι και το φίδι έτρωγε και αυτό ρόγες από τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου, χωρίς να νοιάζεται, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν από κάτω του.
    Τόσο με συγκλόνισε το θέμα, που για πολλές ώρες δεν μπορούσα να εξηγήσω το
μυστήριο της συνεργασίας του σκαντζόχοιρου με το φίδι.
   Μόνος μου προσπάθησα να ερμηνεύσω την παρουσία του φιδιού στην φωλιά του σκαντζόχοιρου και την αταραξία του σκαντζόχοιρου που είδε ένα φίδι στη φωλιά του, να του αρπάξει τα μικρά και δεν αντέδρασε και απεναντίας το άφησε να τρώγει ρόγες παίρνοντας από την ράχη του, όσες δεν έπεσαν κάτω.
    Για μένα ήταν ένα μεγάλο μυστήριο, που δεν μπορούσα να το εξηγήσω, ότι ένας καντζόχοιρος και ένα φίδι συνεταιρίστηκαν για έναν κοινό εχθρό.
    Αλλά ποιόν;
    Το μυστήριο το έλυσα  μόνος μου, με δικά μου συμπεράσματα αλλά δεν ξέρω κατά πόσο είναι  αλήθεια.
    Δηλαδή στο διπλανό ρυάκι που έτρεχε πολύ λίγο νερό, βγαίνανε τις νύχτες κουνάβια και μεγάλοι αρουραίοι και ρήμαζαν το αμπέλι.
    Και είχα πιάσει πολλά στις παγίδες.
    Φαίνεται και ο σκαντζόχοιρος και το φίδι έκαναν συμφωνία, το φίδι να φυλάει τα μικρά του σκαντζόχοιρου από τους αρουραίους και εκείνος να φέρει τροφή για τα μικρά του και το φίδι να πάρει το μερίδιό του.
   Αυτή ήταν η δική μου εξήγηση
   Το πώς συμφώνησαν ο σκαντζόχοιρος και το φίδι, δεν ξέρω, αλλά αυτά που είδα, με πείθουν για το ορθό του συλλογισμού μου.
   Σκέφτηκα το ακριβοδίκαιο της Φύσης και κατέληξα σ’ αυτό το συμπέρασμα, αν
ήταν διαφορετική η συμφωνία τους δεν μπορώ να πάρω όρκο, όπως δεν μπορώ να πάρω όρκο, αν ο σκαντζόχοιρος ήταν αρσενικός ή θηλυκός ή το φίδι.
    Το βιολί συνεχίστηκε για κάμποσες μέρες, μέχρι που άρχισαν τα μικρά σκαντζοχοιράκια να κυκλοφορούν μόνα τους στο αμπέλι και να κάνουν την ίδια πρακτική του μπαμπά τους και ο ένας έτρωγε ρόγες από την πλάτη του αλλουνού, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου και έτσι όλοι έφευγαν χορτάτοι από το αμπέλι.
    Αυτή ήταν μια από τις ωραιότερες ιστορίες που μου έδειξε η φύση για την συνύ-
παρξη μέσα στην αγκαλιά της.
     Μπορούν και τα πιο άγρια ζώα να συνυπάρξουν στην Φύση, μόνο ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε με τον γείτονά του, ούτε με τον μπατζανάκη του, πόσο μάλλον με τα άγρια θηρία, γι’ αυτό και αυτοκαταστρέφεται.



                                                            Βασίλης  Τζιτζής
                                                    Σκάλα Καλλιράχης,Θάσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου